αναπνοιά

αναπνοιά
και ανεπνοιά, η (Α ἀνάπνοια)
αναπνοή, εισπνοή και εκπνοή
νεοελλ.
1. μικρή οπή στην κορυφή βαρελιού για την άντληση με τη στρόφιγγα τού υγρού που περιέχεται μέσα σ’ αυτό
2. η βαλβίδα τού φυσερού τού σιδηρουργού, η οποία με το ρεύμα τού αέρα ωθείται προς τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναπνοϊκός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανάπνοια — ἀνάπνοια, η (Α) βλ. αναπνοιά …   Dictionary of Greek

  • ἀνάπνοια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπνοίας — ἀναπνοίᾱς , ἀνάπνοια fem acc pl ἀναπνοίᾱς , ἀνάπνοια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάπνοιαν — ἀνάπνοια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπνέω — (Α ἀναπνέω και επικ. ἀμπνείω και ἀμπνύω 1. εισπνέω και εκπνέω αέρα με τους πνεύμονες, ανασαίνω 2. εισπνέω ή εκπνέω χωριστά βρίσκομαι στη ζωή, ζω 4. ευχαριστιέμαι με την αναπνοή, αναζωογονούμαι 5. ελαφρώνω από βάρη ή στενοχώριες, ανακουφίζομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”